- ἰδιοποιός
- ἰδιοποιόςcreating particularitymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιοποιός — ἰδιοποιός, όν (Α) αυτός που ενεργεί για τον εαυτό του ή ξεχωριστά από τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + ποιός (< ποιώ), πρβλ. σκηνο ποιός, ταραχο ποιός] … Dictionary of Greek
ἰδιοποιόν — ἰδιοποιός creating particularity masc/fem acc sg ἰδιοποιός creating particularity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιοποιώ — (ΑΜ ἰδιοποιῶ, έω) [ιδιοποιός] μέσ. ιδιοποιούμαι, έομαι κάνω κάτι δικό μου, οικειοποιούμαι πράγμα που ανήκει σε άλλον, σφετερίζομαι μσν. αρχ. αξιώνω, απαιτώ κάτι αρχ. 1. κάνω κάτι ιδιαιτέρως («τὴν ὲπίδειξιν ἰδιοποιῆσαι τοῑς παροῡσι», Γαλ.) 2.… … Dictionary of Greek
ἰδιοποιῶν — ἰδιοποιέω make separately pres part act masc nom sg (attic epic doric) ἰδιοποιός creating particularity masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)